κυλώνειος

κυλώνειος
-ον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύλωνα («κυλώνειον άγος»)
2. (ως κύριο όν. στον πληθ.) οι Κυλώνειοι
οι οπαδοί τού Κύλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κύλων + κατάλ. -ειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυλώνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύλωνα. 2. φρ., «κυλώνειο άγος» δηλώνει την ανόσια πράξη της σφαγής των οπαδών του Κύλωνα παρά την υπόσχεση ότι, αν παραδοθούν, δε θα πάθουν τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”